- θιγμοτακτισμός
- οβιολ. (για ασπόνδυλα ζώα, κυρίως βλεφαριδοφόρους οργανισμούς) ερεθισμός τού ζώου κατά την επαφή του με μια στερεή επιφάνεια, που επιφέρει ακινητοποίηση τού ζώου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thigmotaxis < thigmo- (πρβλ. θίγμα) + taxis (πρβλ. τάξις)].
Dictionary of Greek. 2013.